- χλωριάσεως
- χλωριάσεω̆ς , χλωρίασιςa greenish colourfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χλωροποιός — όν, Α 1. αυτός που κάνει κάτι χλωρό 2. αυτός που συντελεί στην βλάστηση 3. (κατά τον Ησύχ.) «χλωρὸν δέος τὸ χλωροποιόν τοιοῡτος γὰρ ὁ φόβος, χλωριάσεως ἐμποιητικός». [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + ποιός*] … Dictionary of Greek